- αρχιληστής
- ο1) главарь шайки, атаман разбойников; 2) разбойник, отъявленный головорез
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀρχιλῃστής — robber chief masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχιληστής — ο (Α ἀρχιληστής) ο αρχηγός ληστρικής συμμορίας, ο λήσταρχος … Dictionary of Greek
αρχιληστής — ο ο αρχηγός των ληστών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρχιλῃσταί — ἀρχιλῃστής robber chief masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιλῃστοῦ — ἀρχιλῃστής robber chief masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιλῃστῇ — ἀρχιλῃστής robber chief masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιλῃστήν — ἀρχιλῃστής robber chief masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Sophie de Marbois-Lebrun — Sophie de Marbois Lebrun, Duchesse de Plaisance Sophie de Marbois Lebrun, duchesse de Plaisance (Herzogin von Piacenza, griechisch Σοφία Λεμπρέν, Δούκισσα της Πλακεντίας Doukissa tis Plakentias; * 2. April 1785 in Philadelphia im US… … Deutsch Wikipedia
λήσταρχος — ο, θηλ. λησταρχίνα (AM λήσταρχος, Μ θηλ. λησταρχίνα) αρχηγός συμμορίας ληστών, αρχιληστής (α. «Εκεί δρούσε ο διαβόητος λήσταρχος Γιαγκούλας» β. «ὁ λῄσταρχος ὁ Λυσιτανός δίκαιος ἦν ἐν ταῑς διανομαῑς τῶν λαφύρων», Διόδ.) νεοελλ. μτφ. αισχροκερδής.… … Dictionary of Greek
ληστάρχης — ληστάρχης, ὁ (ΑM) αρχιληστής, λήσταρχος, αρχηγός ληστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + αρχης (< ἄρχω), πρβλ. κλιν άρχης, νομ άρχης] … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek